κοντραστάρω

κοντραστάρω
κοντραστάρω και κοντρεστάρω (λ. ιταλ.), πάω κόντρα, αντιτάσσομαι, αντιδρώ, εναντιώνομαι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοντραστάρω — και κοντρεστάρω (Μ κοντραστάρω) 1. εναντιώνομαι, αντιμάχομαι, πηγαίνω κόντρα, αντιλέγω, ανταγωνίζομαι 2. αγωνίζομαι, πολεμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. contrastare] …   Dictionary of Greek

  • παροξύνω — ΝΜΑ [οξύνω] 1. κάνω κάτι οξύ, αιχμηρό, ακονίζω κάτι 2. μτφ. παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω κάποιον προς κάτι («τούτους ἐπαινῶν τε παρώξυνε», Ξεν.) 3. εξάπτω, διεγείρω, ερεθίζω («πατρὸς δὲ μὴ παροξύνης φρένας», Ευρ.) 4. γραμμ. τονίζω την… …   Dictionary of Greek

  • αντιλέγω — αντίλεξα, αντιμιλώ, κοντραστάρω: Αυτός σχεδόν πάντα αντιλέγει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”